ἀλληλοκτόνοι

ἀλληλοκτόνοι
ἀλληλοκτόνος
producing mutual slaughter
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλληλοκτόνος — ἀλληλοκτόνος, ον (Α) 1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή 2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + κτόνος < κτείνω < α. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”